- απόπατος
- ο уборная; клозет (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπόπατος — ordure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόπατος — ο (Α ἀπόπατος) αφοδευτήριο, αποχωρητήριο αρχ. αποπάτημα, ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπατώ ( έω), με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
απόπατος — ο το αποχωρητήριο, η τουαλέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποπάτοις — ἀπόπατος ordure masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπάτου — ἀπόπατος ordure masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπάτους — ἀπόπατος ordure masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπάτων — ἀπόπατος ordure masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπάτῳ — ἀπόπατος ordure masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπατοι — ἀπόπατος ordure masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπατον — ἀπόπατος ordure masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεφραπόπατος — ο, Ν απόπατος στον οποίο γίνεται χρήση τέφρας για εξουδετέρωση τής δυσοσμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + απόπατος] … Dictionary of Greek